κλοτσοσκούφι

κλοτσοσκούφι
το
1. είδος παιχνιδιού κατά το οποίο οι παίκτες κλοτσούν έναν σκούφο
2. φρ. «έχει γίνει κλοτσοσκούφι» — έχει καταντήσει έρμαιο τών άλλων και, γενικά, άτομο άβουλο που τό περιφρονούν όλοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλότσος + σκουφί].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κλοτσοσκούφι — το 1. είδος παιχνιδιού. 2. φρ., «Tον έχουν κλοτσοσκούφι», τον αδικούν όλοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κλωτσοσκούφι — το βλ. κλοτσοσκούφι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”